HOLY AND PROFANE LOVE
(ιερή και βέβηλη αγάπη)
playing between Bharata Natyam and Flamenco
[Χώρος: Arroyo]
Η ισοδυναμία μεταξύ χρόνου και χώρου, είναι παλιός Τόπος για την Ευρωπαϊκή θεατρική παράδοση. Μιλώντας για ταξίδι, φαίνεται φυσικό να σκεφτεί κανείς τον “χώρο”. Κι όμως, μια πιο εμβριθής σκέψη νοεί την σημασία μερικών ταξιδιών στο μεγαλείο του χρόνου παρά του χώρου. Από αυτή τη διτότητα γεννιέται η performance Holy and Profane Love – playing between Bharata Natyam and Flamenco.
Το έργο ξεκινά με έναν αριθμό από χορούς από το κλασικό Νότιο Ινδικό ρεπερτόριο, γνωστό ως Bharata Natyam. Πρόκειται για τον πιο αναγνωρίσιμο χορό, ανάμεσα στους κλασικούς γυναικείους χορούς της Ινδίας. Η ονομασία του (Natyam = θέατρο, Bharata = Ινδία) υποννοεί πως πρόκειται για ένα κατεξοχήν κλασικό θέατρο. Όπως συμβαίνει στις περισσότερες Ασιατικές παραδόσεις που έχουν υπάρξει υπό την Δυτική αποικιοκρατία, αυτή η αρχαία μορφή παραδοσιακού θεάτρου απειλείται με απόλυτη εξαφάνιση.
Η μίμηση των Βρετανών αποικιστών από τις Ινδικές ανώτερες τάξεις ώθησε αυτή τη μορφή τέχνης στην παράνομη ενέργειά της ή ακόμα χειρότερα στην αδιαφορία γι αυτή, λόγω της υποτιθέμενης αισχρότητας και πρωτογονότητά της. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια εκλεπτυσμένη καλλιτεχνική εμπειρία υψηλού μυστικιστικού επιπέδου που βασίζεται σε μεταφορές της ερωτικής σχέσης που μπορούμε να βρούμε σε μεγάλο πνευματικό μέρος της λογοτεχνίας, ξεκινώντας από το Άσμα Ασμάτων της Βίβλου.
Σε αυτό το πρώτο μέρος της παράστασης συνδέεται ένα δεύτερο, το οποίο είναι αφιερωμένο στο Φλαμένκο. Φυσικά, αυτό δεν είναι ένα παράξενο ή extravagant ταξίδι μεταξύ Ινδίας και Ανδαλουσίας. Κάτω από τη φαινομενική απόσταση, ο επιθετικός ερωτισμός των bailaoras με την πτυχή της εσθήτας τους ανάμεσα στα δάχτυλά τους, είναι δεμένος μέσω μιας “κοσμικής καθίζησης” ή μιας “ρομαντικής μεταστοιχείωσης” στον ιερό κόσμο των Devadasi, τις γυναίκες ιερείς των ινδικών ναών. Ένα σημάδι αυτού είναι η γλώσσα του σώματος, και ιδιαίτερα η τεχνική του λεγόμενου zapateado, δηλαδή του χορευτικού βήματος με χτύπημα στη μύτη του παπουτσιού και στο τακούνι, που φέρνει στην Ισπανία –μέσα από το μακρύ ταξίδι των Τσιγγάνων– την ουσιαστική γραμματική του κλασικού ινδικού χορο-θεάτρου. Η αναλογία των μορφών δένει την ατμόσφαιρα ενός ξεχασμένου από καιρό κόσμου: η αφιέρωση μιας προσευχής που γίνεται χορός, η αίσθηση της τιμής και η αφοσίωση που δίνεται, και ταυτόχρονα παίρνουν μορφή, από τις Ανδαλουσιανές Τσιγγάνικες κιθάρες.