Το καλοκαίρι του 1920, σε ηλικία 33 χρόνων περιμένει για είκοσι τρεις μέρες στο καμαρίνι της τον Ίωνα Δραγούμη. Όταν αυτός δεν έρχεται τον ψάχνει στο κοινό, κρατάει κενή τη θέση του στο κέντρο της πλατείας, αλλά και τη διπλανή για …το καπέλο του. Η άδεια θέση, για είκοσι τρεις ολόκληρες μέρες, την φτάνει στο σημείο να ξεπερνάει ακόμα περισσότερο τα όρια της. Παίζει τους ρόλους της με απίστευτη δύναμη, σαν θηρίο στο κλουβί που σπάει τις σιδεριές του κατεστημένου και ελευθερώνεται.
Και όταν, σε μία παράσταση, διακρίνει ανάμεσα στους θεατές την Πηνελόπη Δέλτα, την αντίζηλη, αρπάζει την ευκαιρία να την αντιμετωπίσει όπως ανέκαθεν το λαχταρούσε η ψυχή της και την αναγκάζει να αποχωρήσει ντροπιασμένη από την αίθουσα.
Όταν έμαθε για το θάνατο του αγαπημένου της Ίωνα – 23 μέρες της το κρατούσαν κρυφό – γαντζωμένη στο σανίδι του θεάτρου ουρλιάζει «Μήτσο την αλήθεια, όταν παίζω στην Ορέστεια βγάζω τέτοιο σπαραγμό….;» Αυτή είναι η θεατρίνα.
Της απομένει ακόμα μια «παράσταση».
Το Αγρίμι, η Μαρίκα Κοτοπούλη, αψηφά τα προσχήματα και μας …ανοίγει τα μάτια! Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την πορεία της στα άγνωστα μονοπάτια της ζωής…. Όμως, κάπου ανάμεσα στο κοινό, που δεν την αφήνει από τα μάτια του, βρίσκεται ένας άντρας για να ακουμπήσει πάνω του τη μοναξιά της. Ο Γιώργος Χέλμης, ο επίσημος εραστής όλων αυτών των χρόνων. Τον προειδοποιεί πως καίει σαν φλόγα και ξεκαρδίζεται στα γέλια… Το γέλιο είναι ό,τι απόμεινε μέσα στις στάχτες!